Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματολός και στη συνέχεια κατέστη στρατηγός. Το επίθετό του είναι υποκοριστικό του Καραΐσκος όπου απαντάται ως οικογενειακό επώνυµο στις επαρχίες Βάλτου, Καρπενησιων, Φαρσαλων,Καρδιτσας, Βονιτσας κ.α. Κατά µια εκδοχή το οφείλει στον πιθανολογούµενο πατέρα του, τον αρµατολό Δηµήτριο Καραΐσκο. Σύµφωνα µε άλλη εκδοχή «το όνοµα Καραϊσκάκης αποτελεί σύνθεση από τη λέξη καρά (µαύρος στα Τούρκικα) και ίσκα, εξαιτίας του αψίκορου χαρακτήρα του». Γεννήθηκε σε µια σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυροµάτι Καρδίτσης τo 1782, νόθος γιος της Ζωής Διµισκή ή Ντιµισκή, από τη Σκουληκαριά Αρτας, ανιψιάς του αρµατολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η µητέρα του, µετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυροµατιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια (γι’ αυτό και του έµεινε η προσωνυµία «ο γιος της καλογριάς»). Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρµατολός του Βάλτου Δηµήτριος Καραΐσκος. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει µόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούµενου.

Ήταν φιλόνικος, βλάσφηµος και βωµολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήµατά του ως Κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός µετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλη Πασά των Ιωαννίνων όπου και φυλακίσθηκε για παράνοµες πράξεις, εκεί όµως έµαθε και κάποια γράµµατα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφηµου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρηγα Φεραιου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχµαλωτίσθηκε από τις δυνάµεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά. Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραµονή του στην αυλή του Αλή Πασά, µέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντωνη, όπως σηµειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης.

Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: “Αν µε γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε µε αφέντη, αν για δούλο, κάνε µε δούλο”. Κατά την πρώτη παραµονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρεανοταρα υπουργού του Οθωνα. Στη δεύτερη διαµονή του ασχολήθηκε µε το εµπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέµενε οικογενειακά κοντά στην Καλαµπακα. Από µικρός όµως υπέφερε από φυµατιωσηκαι τακτικά µετέρχονταν µε γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς.

Κατά την διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτανησα για να συµβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόµα του ήταν η περίφηµη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκορη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις µετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωµένη του, πράγµα που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα. Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύµατα, ο Καραϊσκάκης παρέµεινε µαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όµως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα αποµακρύνθηκε και απ’ αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούµενα Ιωαννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Καλαµο που τότε θεωρούνταν ασφαλές µέρος για τους Έλληνες αµάχους.

Κατά τους πρώτους µήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόµη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σηµαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όµορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συµµετείχε ο ίδιος στις γενόµενες εκεί συµπλοκές. ράση Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γωγως Μπακολας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρµατολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφηµου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872).

Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια µέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγµατι το 1821 βοηθούµενος και από τον Γιαννάκη Ρηγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς αναγνωρισµένος ακόµη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λαρισας. Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόµενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειµένου να αποφύγει επιδροµές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές µε τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέµβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγµατεύθηκε προσωρινά µε τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να µην έλθουν» ενώ «τα “δικαιώµατα” θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους».

Έτσι ενωµένοι ο Καραϊσκάκης µε τους Στορναρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συµφωνία µε τον Βάλη της Ρούµελης Χουρσιτ Πασά, εξαγοράζοντας τον καιρό και περιµένοντας τα αποτελέσµατα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγιου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του ραµαλη. Και “αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέµψει” έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης. Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 εκεµβριου) όταν µέρος του στρατού του Οµερ Βρυώνη και του Κιουταχη χρειάστηκε από το Αγρίνιο να µετακινηθεί διερχόµενο από τα Άγραφα, στρατού του οποίου ηγούνταν οι Ισµαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισµαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε µε χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, µετά από πεισµατώδη µάχη.

Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να µεταβεί στην Ιθάκη προκειµένου να συναντήσει έµπειρους γιατρούς για την αντιµετώπιση της φυµατίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να µείνει στο νησί. Επιστροφή – ίκη Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίµονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε.

Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν µόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθεληµένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειµένου να υποστηρίξει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συµπλοκές µεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικο και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη µετά από οµολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε µεταβεί στα Γιάννενα, ότι: “ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Οµερ Βρυώνη µε την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό”. Έτσι διόρισε επιτροπή προκειµένου να εξετάσει την “αποκάλυψη προδοσίας”. Στις συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλιου 1822 (σε 3 µέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκληµάτων του Καραϊσκάκη µε τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος».

Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο εσχάτης προδοσίας άνευ δίκης. Παρ’όλα αυτά είναι αµφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δηµοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθµών και των αξιωµάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία µε τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν µετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση δεν είχε προηγουµένως εκδοθεί ούτε κατά των Τούρκων. Έτσι στις 3 Μαιου 1824 (ανήµερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης µε πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα µετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 µαιου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώµη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όµως δεν εισακούσθηκε.

Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναυπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθµούς και τα αξιώµατά του Το τέλος Μνηµείο για τον Γ. Καραϊσκάκη στο Φάληρο. Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε µετά την τετράµηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, µετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώµατα του οποίου έχτισε “ταµπούρια” (µικρές οχυρώσεις) όπου επανειληµµένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου τον ίδιο χρόνο Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετζεµαδες, Σισινη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.

Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισµένοι από την συνελευση της Τροιζηνας (Κυβέρνηση), “στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάµεων”, Κοχραν µαζί µε τον Τσωρτς, “διευθυντή χερσαίων δυνάµεων” προκειµένου να συνδράµουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθµιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέµου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά µέτωπο επίθεση. Οι διορισµοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναµφίβολα το µοιραίο σφάλµα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρµόσουν τακτικές οργανωµένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις µορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο µε κατά µέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέµου που επιχειρούσαν µέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάµιξη αυτών στις πολεµικές ενέργειες µε ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.

Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεµβαίνει προσωπικά µέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συµπλοκές, ακόµη και τις µικρότερες, ένα ακόµη µοιραίο σφάλµα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαµήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιµαχίες και ακροβολισµούς για να µη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους “κυνηγά το βόλι”. Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε µάλιστα ότι είναι ανάγκη “να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα”. Ο Καραϊσκάκης όµως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισµούς των Τούρκων. Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγµατοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συµφωνήσει κανείς να µην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισµούς πριν δοθεί το σύνθηµα για γενική επίθεση. Το απόγευµα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισµοί από ένα Κρητικό οχύρωµα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συµπλοκής. Εκεί µια σφαίρα τον τραυµάτισε θανάσιµα στο υπογαστριο.

Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε. Ο ήρωας µεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού µετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συµπολεµιστές του, κατά τον στρατηγο Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν “Εγώ πεθαίνω. Όµως εσείς να είστε µονιασµένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”. Την εποµένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύµα του µέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήµερα της γιορτής του.

Η σορός του µεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δηµητρίου στη Σαλαµίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έµαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη “κάθισε σταυροπόδι” και µοιρολογούσε σαν γυναίκα. Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν µε τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της µάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σηµερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες µέχρι που τους περικύκλωσαν.

Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ (1-2 …

ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ!

Αφήστε μια απάντηση